Skip to main content

Το παρόν κείμενο γράφτηκε με αφορμή τις εκδηλώσεις που διοργανώνονται από διάφορους φορείς, κυρίως του πεδίου των εξαρτήσεων, για την Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών (26/6/2015). Κατά τη γνώμη μου ο εορτασμός της περίφημης Παγκόσμιας Ημέρας κατά των Ναρκωτικών θα είχε κάποιο νόημα, αν αποτελούσε αφορμή για περίσκεψη και αναστοχασμό, για κριτική των κακώς κειμένων, αλλά και για να δοθεί ελπίδα.

Ελπίδα ότι το πρόβλημα της εξάρτησης δεν είναι ένα άλυτο πρόβλημα, αλλά ένα πρόβλημα που μέσα από προσωπικό και συλλογικό αγώνα μπορεί να επιλυθεί. Ένα πρόβλημα για το οποίο δεν υπάρχουν μονόδρομοι για την επίλυση του, αλλά αντίθετα υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι υπέρβασης του. Ένα πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί με πολλούς τρόπους, τους οποίους ενώνει μια κοινή συνισταμένη: Ο προσωπικός αγώνας του ίδιου του εξαρτημένου για να αλλάξει και η αναγκαιότητα συλλογικής και αλληλέγγυας δράσης. Σε αυτό το πλαίσιο ακολουθούν οι παρακάτω σκέψεις:

  • Πέρα από τις επιμέρους διαφωνίες σε επιστημονικό επίπεδο, θα πρέπει να υπάρχει συμφωνία για το στόχο των υλοποιούμενων παρεμβάσεων. Ο τελικός στόχος οφείλει να είναι η χειραφέτηση των εξαρτημένων και η ανάκτηση της αξιοπρέπειας τους. Οφείλουμε να αντιταχθούμε σε λογικές απλής διαχείρισης του προβλήματος και στην παραδοχή ότι κάποιοι συμπολίτες μας είναι «καμένα χαρτιά» ή πολίτες «δεύτερης κατηγορίας». Η εμπειρία τόσων ετών μας διδάσκει ότι ο κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να τα καταφέρει. Όπως μια κοινωνία δεν έχει το δικαίωμα να αφήνει τα μέλη της να πεθαίνουν και άρα δικαίως εφαρμόζει πολιτικές που μειώνουν τη βλάβη, άλλο τόσο μια κοινωνία δεν έχει κανένα δικαίωμα απλά να διαχειρίζεται τέτοια προβλήματα και να μη δίνει σε μέρος των πολιτών της, το δικαίωμα της ισότιμης συμμετοχής στα κοινά.
  • Η αντιμετώπιση της εξάρτησης δεν σχετίζεται απλά με την παροχή πόρων. Σχετίζεται κυρίως με μια άλλη πολιτική, που αναγνωρίζει τις αδυναμίες των κυρίαρχων επιστημονικών προσεγγίσεων στην ερμηνεία και αντιμετώπιση του φαινομένου, που αναγνωρίζει την αξία του πρωταγωνιστικού ρόλου των άμεσα ενδιαφερομένων, που θέτει σε αμφισβήτηση την κυριαρχία των ειδικών και των φαραωνικών οργανισμών επίλυσης της εξάρτησης. Μια άλλη πολιτική που θέτει στο επίκεντρο τον πάσχοντα πολίτη και τις ανάγκες του, μια πολιτική που συνδέει τις αιτίες διόγκωσης του προβλήματος της εξάρτησης με την περιρρέουσα κοινωνικοπολιτική και πολιτισμική κρίση. Η συζήτηση για την αύξηση των πόρων έχει νόημα μόνο αν τίθεται ως μέρος της συζήτησης για μια άλλη πολιτική.
  • Η αντιμετώπιση της εξάρτησης απαιτεί ρήξη με τους μηχανισμούς αλλοτρίωσης που γεννούν το πρόβλημα. Στους μηχανισμούς αυτούς υποκείμεθα όλοι μας. Οι πολιτικοί που θα μιλήσουν με πύρινο λόγο για τη «μάστιγα» των ναρκωτικών και θα συνεχίσουν να υπηρετούν πολιτικές που γεννούν τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα. Οι πολίτες που θα είναι συμμετοχικοί σε κάποιο από τα «δρώμενα» εκείνης της μέρας και θα γυρίσουν το βράδυ στον αναπαυτικό καναπέ του προστατευμένου μικρόκοσμου τους. Οι ειδικοί που θεωρούν ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια, οι οργανισμοί αντιμετώπισης του προβλήματος που πολλές φορές αναπαράγονται και διογκώνονται ερήμην ή και εις βάρος του προβλήματος που καλούνται να επιλύσουν. Στους μηχανισμούς αλλοτρίωσης υπόκεινται και οι ίδιοι οι εξαρτημένοι. Όχι μόνο όταν βρίσκονται στην εξάρτηση, αλλά κάποιοι από αυτούς και όταν διακόπτουν τη χρήση και επιχειρούν να κερδοσκοπήσουν από το πρόβλημα που παραλίγο να τους στοιχίσει τη ζωή: Στήνουν παράνομα ιδιωτικά «θεραπευτήρια» ή εργάζονται σε αυτά και υπόσχονται (με υψηλό αντίτιμο) θεραπεία. Ξεχνούν ότι το βίωμα της ανάρρωσης προκύπτει μέσα από σχέσεις συγκίνησης και όχι μέσα από εμπορικές σχέσεις.
  • Για να δώσουμε ελπίδα και προοπτική ότι υπάρχει λύση στο πρόβλημα της εξάρτησης, χρειαζόμαστε και γιορτές. Γιορτές όμως που στοιχίζουν ελάχιστα έως καθόλου, γιορτές που συγκροτούνται από τους άμεσα ενδιαφερόμενους και τις εκάστοτε τοπικές κοινωνίες, γιορτές που τη λάμψη τους την αντλούν από τους ίδιους τους ανθρώπους, που συμμετέχουν σε αυτές και δεν εξαρτώνται από γνωστά ονόματα καλλιτεχνών, από ακριβό φωτισμό και ήχο, από ακριβό προωθητικό υλικό. Γιορτές που εστιάζουν στην ουσία της συνάντησης των ανθρώπων και δεν αναπαράγουν λογικές εντυπωσιασμού και μάρκετινγκ, που θυμίζουν τους αιτιοπαθογενετικούς μηχανισμούς ψυχοκοινωνικών προβλημάτων, όπως η εξάρτηση.

Είναι εντυπωσιακό και συνάμα λυπηρό. Εμείς που επιχειρούμε να διδάσκουμε αυτογνωσία στα μέλη των προγραμμάτων απεξάρτησης και στους συγγενείς τους, να διοργανώνουμε φιέστες και πανηγύρια, που είναι τόσο μακριά από την πραγματικότητα του προβλήματος και την πραγματικότητα της χώρας σήμερα. Φιέστες των οποίων η οργάνωση έχει ανατεθεί σε «ειδικούς» της διαφήμισης και της επικοινωνίας και οι οποίες αναπαράγουν εν είδη μηνυμάτων (ή μότο κατά τη γλώσσα της διαφήμισης) ένα ηθικολογικό λόγο που στοχεύει στην άρση του αποκλεισμού των εξαρτημένων και στην «ευαισθητοποίηση».

Μήπως είναι καιρός να ξανασκεφτούμε κάποια πράγματα; Να αφουγκραστούμε την κατάσταση σήμερα και να μην λειτουργούμε σαν μην έχει αλλάξει τίποτα; Να εγκαταλείψουμε τη μάχη της «επικοινωνίας» ή της προβολής και να θυμηθούμε ότι το ζητούμενο είναι να κερδίσουμε τη μάχη της απεξάρτησης και της πρόληψης στις καρδιές των ανθρώπων με μια διαφορετική πράξη; Να εγκαταλείψουμε τη λογική του “lobbying” και να επιχειρήσουμε να δημιουργήσουμε πραγματικούς δεσμούς με κοινωνικά κινήματα, φορείς και πολίτες; Να ξαναθυμηθούμε ότι οι λαμπρότερες σελίδες της απεξάρτησης διεθνώς, είναι όσες χαρακτηρίζονται από ανατρεπτικές λογικές, συλλογική δράση, πρωταγωνιστικό ρόλο των άμεσα ενδιαφερομένων και ακύρωση των λογικών ανάθεσης στους «παντοδύναμους» ειδικούς;

Υ.Γ: Οι παραπάνω σκέψεις όσο και αν φαίνονται διδακτικές ή ως αφ’ υψηλού κριτική δεν τοποθετούν το γράφοντα έξω από τον κύκλο της περιγραφόμενης αλλοτρίωσης. Αντίθετα αποτελούν μια προσπάθεια υπόμνησης του περιβάλλοντος, στο οποίο κινούμαστε όλοι και μια απόπειρα συμβολής στη δημιουργία όρων αντίστασης σε αυτό.

* Ο Σωτήρης Λαϊνάς είναι ψυχολόγος, MSc Κοινωνικής Κλινικής Ψυχολογίας των Εξαρτήσεων, Διδάκτορας Ψυχολογίας Α.Π.Θ., Συντονιστής Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας ΑΠΘ

Πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας

Το Πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας βασίζει τον τρόπο λειτουργίας του στις σύγχρονες κριτικές προσεγγίσεις της επιστήμης της Ψυχολογίας και άλλων κοινωνικών επιστημών, καθώς και του πεδίου των εξαρτήσεων. Βάσει αυτών των προσεγγίσεων, στο πρόγραμμα δίνεται έμφαση στις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές διαστάσεις των αιτιών του προβλήματος της εξάρτησης και άλλων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων. Ταυτόχρονα, τίθενται στο επίκεντρο των υλοποιούμενων παρεμβάσεων οι άνθρωποι και οι ανάγκες τους, με κύρια προτάγματα τη χειραφέτησή τους και την ανάκτηση της αξιοπρέπειάς τους. Κεντρικοί άξονες των παρεμβάσεων που πραγματοποιούνται από το πρόγραμμα είναι η έννοια της αυτοβοήθειας / αλληλοβοήθειας και ο πρωταγωνιστικός ρόλος των άμεσα ενδιαφερόμενων.