Skip to main content

Στο πλαίσιο της εκπομπής του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα «Ναρκωτικά: Η Οδύσσεια και η Ιθάκη»
Ημερομηνία Ά προβολής: 16 Μαΐου 2005

Πείτε μας για την ιστορία της «Ιθάκης». Πώς ξεκίνησε;

Το 1982, μου έγινε πρόταση από το υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, από την τότε πολιτική ηγεσία, να τους υποβάλλω (μελέτη) για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών. Η Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, βρισκόταν για πρώτη φορά μπροστά στο πρόβλημα της κατάχρησης ναρκωτικών, σκληρών ναρκωτικών, τότε άρχιζε δηλαδή το πρόβλημα, και αποφάσισαν κάτι να κάνουν γι’ αυτό. Με κάλεσαν λοιπόν, μου πρότειναν να τους κάνω μία μελέτη για την αντιμετώπιση του προβλήματος και πράγματι, τον Αύγουστο του 1982, μετά και από μία δίμηνη ενημερωτική παραμονή στο εξωτερικό, τους υπέβαλα πρόταση για την οργάνωση των θεραπευτικών κοινοτήτων, σαν πρόταση θεραπείας των εξαρτημένων ατόμων στην Ελλάδα.
Εγώ είχα δουλέψει, για ένα χρόνο περίπου, σε θεραπευτική κοινότητα της Γερμανίας. Με τις εμπειρίες μου από το χώρο των θεραπευτικών κοινοτήτων και το ενημερωτικό ταξίδι που έκανα το 1982 στην Ολλανδία, στη Γερμανία και στην Ελβετία, τους έκανα μία πρόταση την οποία αποδέχθηκαν -υφυπουργός τότε Υγείας και Πρόνοιας ήταν η Μαρία Κυπριωτάκη- και αμέσως μετά με απέσπασαν από το Παιδοψυχιατρικό Νοσοκομείο Νταού Πεντέλης που ήμουν επιμελητής στο Υπουργείο και μου ανέθεσαν την υλοποίηση αυτής της πρότασης.
Ξεκινήσαμε λοιπόν, περίπου τον Αύγουστο του ’82, την προετοιμασία. Ήταν η πρώτη φορά που στην Ελλάδα θα οργανωνόταν ένα πολυφασικό πρόγραμμα, το οποίο προέβλεπε διάφορα στάδια. Όπως, μία αρχική συμβουλευτική φάση, μετά είσοδο στην θεραπευτική κοινότητα, μετά φάση κοινωνικής επανένταξης. Και αμέσως μετά, ξεκινήσαμε την υλοποίηση αυτού του προγράμματος και αν δεν απατώμαι, από τον Αύγουστο του ’83, εγκαινιάσθηκε η πρώτη φάση του προγράμματος, που ήταν ένας συμβουλευτικός σταθμός στην Αθήνα, στα Εξάρχεια, και ένα Κέντρο Σωματικής Αποτοξίνωσης.

Πώς επελέγη η περιοχή και το όνομα «Ιθάκη»;

Η επιλογή της περιοχής μπορώ να πω ότι ήταν και λίγο τυχαία. Σύμφωνα με την πρόταση που είχα υποβάλλει στο υπουργείο, αυτό που χρειαζόμασταν κατ’ αρχήν για να ξεκινήσουμε μια θεραπευτική κοινότητα στην Ελλάδα, ήταν ένα αγρόκτημα. Για να μπορούν τα μέλη της κοινότητας να ασχολούνται και με τις δουλειές αυτές τις αγροτικές. Τότε προσφέρθηκε από την Πρόεδρο του Εθνικού Οργανισμού Πρόνοιας, μια παλιά παιδόπολη που βρισκόταν στην Σίνδο της Θεσσαλονίκης. Αυτή η παιδόπολη ήταν ένα αγρόκτημα 170 στρέμματα, διέθετε επίσης εργαστήρια, ξυλουργείο, σιδηρουργείο, ήταν ότι έπρεπε δηλαδή. Οι παιδοπόλεις τότε είχαν εγκαταλειφθεί από τον Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας, δηλαδή έφθιναν, η μία μετά την άλλη έκλεινε και μας παραχωρήθηκε αυτή η παιδόπολη από την κυρία Καλλιόπη Μπουρδάρα, που ήταν τότε Πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Πρόνοιας.

Και το «ΙΘΑΚΗ»;

Το «ΙΘΑΚΗ» ήταν μία έμπνευση που συμβόλιζε όλο το ταξίδι της επιστροφής, από το ποίημα του Καβάφη. Την ιδέα δηλαδή την πήρα από το ποίημα του Καβάφη. Του ονόματος. Μάλιστα, θυμάμαι στην αρχή, ότι πολλοί συνεργάτες, όταν τους πρωτοέκανα την πρόταση να το βαφτίσουμε «ΙΘΑΚΗ» δεν την ήθελαν. Δεν ήθελαν αυτό το όνομα. Τους φαινόταν πολύ διανοουμενίστικο, πίστευαν ότι δε θα είχε αντίκτυπο στην πιάτσα των ναρκωτικών και στα παιδιά. Δεν θα μπορέσει δηλαδή να τους δώσει να καταλάβουν για τι πρόκειται.

Και υπήρχαν αντιδράσεις από τους κατοίκους εκεί;

Αν υπήρχαν! Υπήρχαν πάρα πολλές αντιδράσεις. Σχεδόν σύσσωμο το χωριό, το γειτονικό χωριό με το αγρόκτημα, η Σίνδος, ήταν εναντίον της ιδέας του να ιδρυθεί μία θεραπευτική κοινότητα στην περιοχή τους. Γιατί βέβαια, καταλαβαίνεις, φοβόντουσαν ότι όλοι οι έμποροι των ναρκωτικών της Ελλάδας θα μαζευόντουσαν εκεί. Αλλά μετά από περίπου έξι μήνες σκληρής δουλειάς που κάναμε μέσα στην τοπική κοινωνία, με ενημερώσεις, με δουλειά σπίτι με σπίτι, οι άνθρωποι άρχισαν σιγά – σιγά να πείθονται, ότι τουλάχιστον δεν θα ήταν καταστροφή για το χωριό τους εάν η θεραπευτική κοινότητα γινόταν στην Σίνδο. Υπήρχαν πάρα πολλές αντιδράσεις όμως στην αρχή. Αλλά δουλέψαμε, ξεκινήσαμε να δουλεύουμε με τους κατοίκους από το τέλος του 1982. Δηλαδή (για) περισσότερους από έξι μήνες. Πρέπει να ήταν ένας χρόνος πριν που ξεκινήσαμε και δουλεύαμε. Μιλήσαμε με τους ανθρώπους που ήταν στο Διοικητικό Συμβούλιο, στο Δημοτικό Συμβούλιο, μιλήσαμε με άλλους ανθρώπους οι οποίοι ήταν καθοριστικές φιγούρες του χωριού, πρόσωπα-κλειδιά, προσπαθήσαμε και νομίζω πετύχαμε σ΄ ένα μεγάλο βαθμό να αλλάξουμε τους φόβους, τις φαντασίες που είχαν συνδεδεμένες με τον χρήση των ναρκωτικών και τελικά μας δέχτηκαν.

Ποιο ήταν το προφίλ των πρώτων ανθρώπων που πήρατε;

Νομίζω ότι σε σχέση με δέκα χρόνια αργότερα, ή και σήμερα, οι πρώτοι άνθρωποι που ερχόντουσαν και ζητούσαν βοήθεια στη θεραπευτική κοινότητα «ΙΘΑΚΗ», είχαν βαρύτερο εγκληματικό παρελθόν. Ήταν λούμπεν στοιχεία των μεγαλουπόλεων. Πολλές φορές, συχνά, δεν είχαν καν οικογενειακό περιβάλλον. Είχαν μεγαλώσει σε αναμορφωτήρια και σε δρόμους και βέβαια είχαν πολλά χρόνια φυλακής πίσω τους. Δηλαδή, θα έλεγα, έτσι απλά, ότι ήταν σκληροί χρήστες ναρκωτικών.

Υπήρχε και μια μερίδα που ήταν από απογοητευμένους πολιτικά;

Ναι. Υπήρχε. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι τα πρώτα χρόνια παρατηρούσα ότι πάρα πολλά από τα παιδιά που ερχόντουσαν για βοήθεια στην «ΙΘΑΚΗ», είχαν ένα παρελθόν σε διάφορες πολιτικές οργανώσεις. Αριστερές, ως επί το πλείστον, εκείνης της εποχής. Φαίνεται ότι απογοητεύτηκαν, ότι δεν μπόρεσαν να βρουν αυτό το νόημα που ήθελαν να βρουν, μέσα από την ένταξή τους στους πολιτικούς αγώνες και αμέσως μετά ξεκινούσαν τη χρήση ναρκωτικών.

Είχατε προβλέψει κάπως ότι το πρόβλημα θα εμφανιστεί όπως και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης; Τότε υπήρχε πρόβλημα στις άλλες χώρες της Ευρώπης και δεν είχαμε εμείς; Υπήρχε στέρηση;

Οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχαν τότε μεγάλο πρόβλημα. Η Γερμανία, ας πούμε, αρχές της δεκαετίας του ’80, είχε ήδη γύρω 80-90.000 συστηματικούς χρήστες ηρωίνης. Εμείς τότε, το 1982, θεωρώ ότι δεν θα πρέπει να είχαμε περισσότερους από 3.000 συστηματικούς χρήστες ηρωίνης. Όμως αυτό που προέβλεψα, ήδη από νωρίς, και το έγραψα, ήταν ότι θα είχαμε πολύ σύντομα πάρα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Γιατί η ελληνική κοινωνία ήταν σε μια έντονη μεταβατική περίοδο. Ξαφνικά, ο παραδοσιακός τρόπος ζωής, οι παραδοσιακές αξίες εγκαταλείπονταν, και οι νέες δυτικόφερτες αξίες έμπαιναν στη ζωή μας. Και όλη αυτή η αναστάτωση θα πληρωνόταν με πάρα πολύ μεγάλο κόστος στο επίπεδο της ψυχικής υγείας των ανθρώπων. Έτσι θεωρούσα και με βάση αυτό πρόβλεψα ότι θα έχουμε πάρα πολύ μεγάλη αύξηση, με γεωμετρική πρόοδο του προβλήματος και δυστυχώς επιβεβαιώθηκα.

Στην αρχή το πρόγραμμα δουλεύει επιτυχημένα. Τι ποσοστά επιτυχίας υπάρχουν;

Όταν τέλειωσε η πρώτη περίοδος λειτουργίας της θεραπευτικής κοινότητας «ΙΘΑΚΗ», γύρω στο 1987, από μία πρόχειρη έρευνα που κάναμε, το ποσοστό επιτυχίας ήταν περίπου 50%. Αργότερα, έχουμε μία επιστημονική έρευνα, η οποία έγινε από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, από την Ψυχιατρική κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία έδειξε ένα ποσοστό πάνω από 65%, σε δείγμα του 1988. Δηλαδή, η έρευνα αφορούσε αυτούς που μπήκαν σε μία από τις υπάρχουσες τότε θεραπευτικές κοινότητες, το 1988. Σ’αυτό το δείγμα, το ποσοστό επιτυχίας ήταν περίπου 64-65%.
Όταν λέμε βέβαια επιτυχία, εννοούμε να μην έχει πάρει κανένας ναρκωτικά, να μην έχει εμπλακεί σε παράνομες πράξεις, εγκληματικές πράξεις και γενικά να ζει με έναν τρόπο ικανοποιητικό. Να έχει βρει κάποια δουλειά κλπ., πέντε χρόνια μετά την είσοδό του στο Πρόγραμμα. Αυτή η έρευνα δηλαδή έγινε το 1993, που αφορούσε το δείγμα του 1988. Και έγινε από έναν φορέα εξωτερικό η αξιολόγηση αυτή. Γιατί βέβαια, δεν είναι δυνατόν εμείς, οι οποίοι κάναμε την θεραπευτική πρόταση, να αξιολογήσουμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας. Να κάνουμε οι ίδιοι την έρευνα. Γιατί όπως καταλαβαίνεις, μία τέτοια έρευνα δεν θα ήταν αντικειμενική.

Και μετά γιατί εσύ αποχωρείς; Και από το ΚΕΘΕΑ και από όλη αυτή τη λογική ας πούμε;

Αυτό έχει σχέση με τη φιλοσοφία της προσέγγισης. Για μένα η θεραπευτική κοινότητα δεν έπρεπε να ασχολείται με το σύμπτωμα. Δεν οφείλει να ασχολείται με το σύμπτωμα που είναι η κατάχρηση ναρκωτικών. Πρέπει να ασχοληθεί, πρέπει να δει το πρόβλημα σαν μια προσωπική ή οικογενειακή δυσλειτουργία, η οποία όμως συμβαίνει μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο μιας δυσλειτουργούσας κοινωνίας. Αυτή ήταν πάντα η άποψή μου.
Εάν κανείς περιορίζεται μόνο στη σχέση της ναρκωτικής ουσίας με κάποιον άνθρωπο, ο οποίος σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή κάνει κατάχρηση, νομίζω ότι κάνει συμπτωματική αγωγή. Είναι δηλαδή κάτι παρόμοιο με την ασπιρίνη όταν έχουμε πυρετό. Έχουμε πυρετό, παίρνουμε ασπιρίνη, κατεβαίνει ο πυρετός, αλλά οι αιτίες της αρρώστιας μας δεν θεραπεύονται. Γιατί αυτό που προκαλεί τον πυρετό, έχει μείνει ανεπηρέαστο από τη φαρμακευτική αγωγή. Το σύμπτωμα βασικά έχει θεραπευθεί.
Πιστεύοντας πάντα ότι η χρήση των ναρκωτικών είναι ένα σύμπτωμα, θεωρούσα ότι η θεραπευτική πρόταση πρέπει να απευθύνεται σε όλη την κοινωνία. Και όταν λέμε θεραπευτική πρόταση ή θεραπευτική κοινότητα, οι όροι που θα όφειλε να λειτουργεί ο χώρος θα έπρεπε να είναι εντελώς διαφορετικοί από αυτούς που ισχύουν έξω, στην κοινωνία. Δηλαδή, αν θεωρούμε ότι ένα από τα προβλήματα της κοινωνίας που οδηγούν στη χρήση ναρκωτικών είναι το έλλειμμα σε ηθικές αξίες, η κοινότητα η θεραπευτική, για να είναι θεραπευτική, πρέπει να υπηρετεί τις ηθικές αξίες. Εάν υποτεθεί ότι μέσα στην κοινωνία δεν υπάρχουν καθαρές και βαθιές ανθρώπινες σχέσεις, μέσα στην κοινότητα θα έπρεπε να υπάρχουν.
Θα έπρεπε δηλαδή, για να είναι θεραπευτικός ο χώρος, να αποτελεί μια μικροκοινωνία, η οποία λειτουργεί με άλλους όρους και καλύπτει στους ανθρώπους ελλείμματα, γιατί η κοινωνία δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί σ’αυτές τις ανάγκες. Η ευρύτερη κοινωνία. Και γι’αυτό αρρώστησαν. Δυσλειτουργούσα λοιπόν αυτή η κοινωνία, οδήγησε αυτούς τους ανθρώπους στην αρρώστια.
Μέσα στην θεραπευτική κοινότητα δημιουργείς -κάποιοι την ονομάζουν ιδανική κοινωνία, αλλά προσπαθείς, δεν μπορεί να απόλυτα ιδανική- προσπαθείς να είναι μια θεραπευτική μικροκοινωνία, η οποία τον βοηθά να ξεπεράσει το πρόβλημά του. Το ερώτημα είναι: όταν τελειώσει, δε θα βρεθεί πάλι μέσα στην κοινωνία; Αυτήν, η οποία του προκάλεσε την αρρώστια; Ναι, στην ίδια θα βρεθεί, αλλά θα είναι πλέον εφοδιασμένος με κάποια πράγματα, τα οποία θα τον στηρίξουν για να αντέξει. Χωρίς να χρειάζεται τη χρήση των ουσιών. Αυτή τη φιλοσοφία είχα, αυτή τη φιλοσοφία προσπάθησα να υπηρετήσω από την αρχή, δουλεύοντας μέσα στις θεραπευτικές κοινότητες.
Ήδη όμως, το 1992 και μετά, η τεράστια ανάπτυξη που είχαμε, μας ανέτρεψε εκ των πραγμάτων, όλα αυτά που είχαμε πετύχει στο επίπεδο των ανθρωπίνων σχέσεων μεταξύ του προσωπικού και μεταξύ των μελών και του προσωπικού, στο επίπεδο στο αξιών που σαν άνθρωποι υπηρετούσαμε. Υπήρχαν δηλαδή εμφανή σημάδια αλλοίωσης του κινηματικού χαρακτήρα της προσπάθειας. Και αυτό είχε και μία άμεση αντανάκλαση στα αποτελέσματά μας. Εγώ θεωρώ ότι από το ’91-’92 τα αποτελέσματα έπεφταν σταθερά προς τα κάτω. Δε νομίζω ότι μετά το ’92-’93, μπορούμε να μιλάμε για ένα αποτέλεσμα μεγαλύτερο απ’ το 20-25%. Παίρνοντας λοιπόν την ευθύνη μου σαν διευθυντού και σαν ιδρυτή του ΚΕΘΕΑ, εισηγήθηκα κάποιες αλλαγές.
Είπα κατ’ αρχήν, ότι το οργανωτικό σχήμα πρέπει να αντιστοιχηθεί, να υπάρχει μια αντιστοίχηση του οργανωτικού σχήματος με τις ιδέες μας και τη φιλοσοφία μας. Ο τεράστιος Οργανισμός με την κεντρική διοίκηση στην Αθήνα, δεν μπορεί να υπηρετεί μια τέτοια φιλοσοφία σαν αυτή που υπηρετούσαμε τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας μας και που απέδωσε τόσο καλά αποτελέσματα. Άρα, πρέπει ο τεράστιος αυτός Οργανισμός να σπάσει σε μικρά ΚΕΘΕΑ. Δηλαδή, κάθε θεραπευτικό Πρόγραμμα να είναι ένα δικό του ΚΕΘΕΑ, με δικό του διευθυντή και δικό του Διοικητικό Συμβούλιο. Και να υπάρχει ένα μέγεθος το οποίο μπορεί να υπηρετήσει τις ανθρώπινες σχέσεις και τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της πρότασης. Γιατί το μικρό μέγεθος μπορεί να συντηρήσει όλα αυτά που είπαμε. Τις αξίες κλπ.
Το δεύτερο που πρότεινα είναι να υπάρχει ανώτατο όριο παραμονής του θεραπευτικού προσωπικού μέσα στις θεραπευτικές κοινότητες. Γιατί οι άνθρωποι, μετά από κάποια χρόνια, είτε κουραζόμαστε, είτε δεν αντέχουμε την πίεση, την τεράστια πίεση που απαιτείται για να ανταποκριθείς σε όλα αυτά. Δεν είναι εύκολο να ζεις υπηρετώντας κάποιες αξίες μέσα στην Κοινότητα, και σαν προσωπική στάση ζωής, σαν θεραπευτής, σαν προσωπικό της θεραπευτικής κοινότητας, όταν όλη η κοινωνία πηγαίνει εντελώς αντίθετα.
Εγώ τουλάχιστον, και το έβλεπα και σε άλλους συνεργάτες, αισθανόμασταν μια τεράστια πίεση, απ’ το γεγονός ότι ζούσαμε μ’ ένα διαφορετικό τρόπο απ’ ότι ζούσε η υπόλοιπη κοινωνία. Αυτό το πράγμα μας οδήγησε σε μία κούραση. Κάποια στιγμή διέκρινα την εξάντληση και σε μένα αλλά και σε πολλά μέλη του προσωπικού. Είπα λοιπόν ότι για να υπάρχει, να διατηρηθεί ο κινηματικός χαρακτήρας, για να μην ιδρυματοποιηθούμε, να υπάρχει μια ταχεία εναλλαγή του προσωπικού. Μετά από οχτώ, εννιά χρόνια, ανώτατης παραμονής στις θεραπευτικές κοινότητες, το προσωπικό να φεύγει και ή να χρησιμοποιείται σε θέσεις συμβούλων και εκπαιδευτών του νεότερου προσωπικού ή να πηγαίνει ενδεχομένως στο σπίτι του, παίρνοντας ένα γενναίο εφάπαξ. Και να έρχονται καινούργιοι να παίρνουν την σκυτάλη.
Αυτό το πράγμα δημιούργησε τεράστιες αντιδράσεις στο εσωτερικό του φορέα. Σχεδόν η μεγάλη πλειοψηφία, όχι όλοι, κυρίως οι παλιοί συνεργάτες στράφηκαν εναντίον αυτών των προτάσεων. Θεώρησαν καλό, αντί να μιλήσουν πάνω στο ιδεολογικό, να μετακινήσουν το ζήτημα σε προσωπικό και να μου κάνουν προσωπικές επιθέσεις και τελικά έφτασε το θέμα στο Διοικητικό Συμβούλιο. Το φθινόπωρο του 1994. Το Διοικητικό Συμβούλιο δικαίωσε τις απόψεις μου, δικαίωσε αυτά που πρότεινα, μάλλον συμπαρατάχθηκε με αυτά όλα, αλλά νομίζω ότι ήταν πάρα πολύ αργά για να γίνουν αυτά τα πράγματα πραγματικότητα. Και μάλιστα σ’ έναν φορέα που οι εργαζόμενοι δεν το ήθελαν αυτό το πράγμα. Ο μόνος τρόπος που μπορούσε κανένας να εφαρμόσει αυτές τις πολιτικές, ήταν με διοικητικό αυταρχισμό. Ενδεχομένως απολύοντας κάποιους αντιδρώντες κλπ. Εγώ πίστευα και πιστεύω ότι αυτά τα πράγματα κερδίζονται ή χάνονται στις ψυχές των ανθρώπων. Δεν μπορεί ποτέ να επιβληθούν με διοικητικούς τρόπους. Οπότε προτίμησα να αποχωρήσω εγώ απ’ αυτή την ιστορία. Μετά από περίπου δεκατρία, δεκατέσσερα χρόνια προσπάθειας.
Εν τούτοις όμως, υπάρχουν -ξέρω κιόλας προσωπικά- πολλοί γονείς που θεωρούν τον εαυτό τους ευγνώμονα για τις θεραπευτικές κοινότητες, τις υπάρχουσες τώρα. Τους έχουν βοηθήσει. Δηλαδή, θεωρούν, ότι ακόμα κι έτσι όπως λειτουργούν, τους βοηθούν.
Μα δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Γιατί και η συμπτωματική αγωγή, το να βοηθήσεις στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, είναι πολύ σημαντικό κομμάτι κι αυτό της θεραπείας. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Απλά, δε με εμπνέει εμένα αυτό το πράγμα. Δεν μου λέει απολύτως τίποτα. Γιατί αυτό, δίνει στις θεραπευτικές κοινότητες ένα ρόλο διαμεσολαβητικό. Μεταξύ του κοινωνικοπολιτικού συστήματος το οποίο δημιουργεί την αρρώστια και των πασχόντων συνανθρώπων μας, οι οποίοι πάσχουν ακριβώς λόγω του συστήματος. Εγώ δεν φαντάστηκα ποτέ τον εαυτό μου διαμεσολαβητή. Χωρίς όμως να θεωρώ, ότι δεν είναι σημαντικό, έστω και πρόσκαιρα να δοθεί μία ανακούφιση. Είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Αλλά άμα το δει κανένας μακροπολιτικά το θέμα, δεν λέει τίποτα. Γιατί την ώρα που θεραπεύεις εσύ έναν, οι δομές αυτές, οι πολιτικοκοινωνικές παράγουν άλλους είκοσι, ή εκατό πάσχοντες. Για μένα δηλαδή, η εστίαση μόνο στην συμπτωματική ανακούφιση της οικογένειας ή του πάσχοντος μέλους της οικογένειας, δεν λέει πολλά πράγματα. Τουλάχιστον δεν με συγκινεί για να ξοδέψω τη ζωή μου και να αφοσιωθώ σ’ αυτό το πράγμα, όπως έκανα το 1983, πιστεύοντας σε μια άλλη φιλοσοφία και σε μια άλλη προσέγγιση.

Το προφίλ των χρηστών στις αρχές της δεκαετίας του ’80, είναι στο μεγαλύτερο μέρος του «υπόκοσμος» ας πούμε. Σήμερα έχει αλλάξει και είναι νέοι. Ο μέσος όρος ηλικίας των χρηστών κατεβαίνει. Προς τα κάτω δηλαδή, νεότερες ηλικίες. Τι έχει αλλάξει κοινωνικοοικονομικά και έχουμε αυτή την κατάσταση;

Νομίζω ότι σήμερα, πραγματικά βλέπει κανένας παιδιά να παίρνουν ναρκωτικά, τα οποία δεν έχουν κανένα λόγο να πάρουν. Δηλαδή κανέναν εμφανή λόγο. Προέρχονται από κάποιες οικογένειες, αρκετά καλές, δομημένες, σωστές στη βάση τους. Δεν έχουν όλο αυτό το background που είχαν παλιότερα οι χρήστες με τις φυλακές, με τα προβλήματα ένταξης στην κοινωνία κλπ. Και γι’ αυτό το λόγο, θεωρώ ότι σήμερα το φαινόμενο είναι περισσότερο ένα φαινόμενο που σχετίζεται με τον πολιτισμό της σύγχρονης κοινωνίας. Υπάρχει ένας πολιτισμός ευκολίας, βολέματος και τακτοποίησης όλων των προβλημάτων μέσα από την κατανάλωση. Έτσι, με την ίδια ευχέρεια που καταναλώνουμε ρούχα, που καταναλώνουμε τεχνολογίες, που καταναλώνουμε διάφορα πράγματα, με την πρώτη δυσκολία καταναλώνουμε ένα φάρμακο για να νιώσουμε καλύτερα.
Αυτό περίπου εννοώ σαν μια περιρρέουσα πολιτισμική ατμόσφαιρα, η οποία έχει δημιουργήσει ένα μοντέλο επίλυσης προβλημάτων. Και το μοντέλο αυτό είναι ότι αν είμαι σε αδιέξοδο, αν είμαι σ’ ένα πρόβλημα δεν χρειάζεται ούτε να βρω τον φίλο μου να μιλήσω, δεν χρειάζεται να δυσκολευτώ βασικά σε τίποτα, θα πάρω από το ράφι μια ουσία και θα την πάρω. Κατά την ίδια έννοια που άλλοι, αντί να πάρουν την ουσία, προτιμούν να συγκαλύψουν τις πραγματικές τους ανάγκες, παίρνουν άλλα υποκατάστατα. Για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Παίρνουν εξουσία, παίρνουν χρήμα, παίρνουν υπερκατανάλωση υλικών αγαθών. Νομίζω δηλαδή ότι σήμερα, η τεράστια εξάπλωση του προβλήματος δεν έχει σχέση τόσο πολύ με συγκεκριμένα προβλήματα κοινωνικά, όσο με έναν πολιτισμό πολύ συγκεκριμένο. Αυτόν τον πολιτισμό που παράγει το σύγχρονο αναπτυξιακό μοντέλο.

Και επομένως, η ριζική αντιμετώπιση των ναρκωτικών, σχετίζεται μ’ έναν άλλο τρόπο κοινωνικής οργάνωσης; Με μια άλλη κουλτούρα, νοοτροπία;

Ναι. Εγώ πιστεύω ότι δεν μπορεί ποτέ το πρόβλημα να λυθεί από αυτό το αναπτυξιακό μοντέλο, το οποίο προτάσσει το χρήμα σε σχέση με άλλες ανάγκες ανθρώπινες. Δεν θα απαντηθεί ποτέ. Δηλαδή, όσους και εάν θεραπεύει, σε εισαγωγικά, μέσα από τα προγράμματα πρόληψης, μέσα από τα προγράμματα θεραπείας, την ίδια στιγμή θα κατασκευάζει χιλιάδες καινούργιους χρήστες. Νομίζω λοιπόν ότι δεν υπάρχει περίπτωση, αυτό το συγκεκριμένο αναπτυξιακό μοντέλο, με τον συγκεκριμένο πολιτισμό που παράγει, να αντιμετωπίσει ποτέ το πρόβλημα.
Κοιτάξτε τι γίνεται στην Αμερική. Έχουν ξοδέψει δισεκατομμύρια δολάρια για προγράμματα πρόληψης και θεραπείας. Έχουν πετύχει τίποτα; Και γιατί εμείς, που είμαστε στην περιφέρεια του δυτικού κόσμου, με πολύ λιγότερα μέσα, με πολύ χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης στελεχών πρόληψης και θεραπείας, θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα που δεν μπόρεσαν να το αντιμετωπίσουν οι Αμερικάνοι; Ή οι δυτικοευρωπαίοι μέχρι τώρα.
Εάν δεν γίνουν ουσιαστικές αλλαγές και εάν δεν αντιμετωπιστεί το πρόβλημα σαν πολιτικό πρόβλημα, νομίζω ότι δεν πετύχουμε ποτέ τίποτα. Θα πληρώνουμε το κόστος, το τίμημα, των πολιτικών μας επιλογών. Και το τίμημα δεν παίζεται μόνο στο πεδίο της κατάχρησης των ναρκωτικών. Την ώρα που μιλάμε για ναρκωτικά, πρέπει να σημειώσουμε, ότι όλοι οι δείκτες παθολογίας αυξάνουν ταυτόχρονα σε όλα τα επίπεδα. Δηλαδή κατάθλιψη, εφηβική αυτοκτονικότητα, αλκοολισμός, εφηβική βία, βία στα σχολεία. Όλα αυτά ανεβαίνουν αλματωδώς με γεωμετρική πρόοδο.

Εμείς βλέπουμε τα ναρκωτικά ή θέλουμε να εστιάζουμε στα ναρκωτικά. Αλλά τα ναρκωτικά είναι απλά η ορατή κορυφή του παγόβουνου πιστεύω. Δεν είναι τίποτα περισσότερο. Υπάρχει ένας όγκος προβλημάτων. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε γρήγορα ότι ζούμε σε μια κοινωνία επικινδυνότητας. Δεν είναι μόνο τα ναρκωτικά. Κάθε χρόνο χάνουμε 3.000 ανθρώπους από ατυχήματα. Δεν βγαίνουμε όμως ποτέ να πούμε την αλήθεια. Δεν βγαίνουμε ποτέ να πούμε ότι το αυτοκίνητο βλάπτει σοβαρά την υγεία. Και ίσως σοβαρότερα απ’ ότι το τσιγάρο. Ή εν πάση περιπτώσει, γιατί δεν βγαίνουμε να βάλουμε μια στάμπα επάνω στα αυτοκίνητα; Όταν τρεις χιλιάδες άνθρωποι, σκοτώνονται κάθε χρόνο απ’τα αυτοκίνητα στην Ελλάδα; Γιατί δεν βάζουμε και μια σφραγίδα πάνω στα αυτοκίνητα;

Και διαπιστώνετε μια αύξηση όλων των ψυχικών παθήσεων;

Ναι, υπάρχει. Δεν το διαπιστώνω μόνο εγώ, αλλά και η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας στις τελευταίες εκθέσεις της, διαπιστώνει μια αλματώδη αύξηση της ψυχοπαθολογίας. Δηλαδή της νοσηρότητας στις ψυχικές παθήσεις, με προεξάρχουσα την κατάθλιψη, στον δυτικό κόσμο. Αυτό για μένα είναι απόρροια ενός τρόπου ζωής και ενός πολιτισμού ο οποίος δεν συνάδει με τις πραγματικές, συναισθηματικές και πνευματικές ανάγκες. Γιατί όλοι όσοι μιλούν για ανάπτυξη στον δυτικό κόσμο, εννοούν το κατά κεφαλήν εισόδημα και διάφορους άλλους αριθμούς. Ακούσατε ποτέ κανέναν πολιτικό της Δύσης να μιλήσει για προσωπική ή για κοινωνική ανάπτυξη;
Όμως, φαίνεται ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι κατασκευασμένη για να ζει με τέτοιους τρόπους. Δηλαδή, εντάξει, οι υλικές ανάγκες πρέπει να καλυφθούν. Αλλά από ένα σημείο και πέρα, έχουμε και άλλες ανάγκες. Συναισθηματικές και πνευματικές, τις οποίες, αυτός ο κυρίαρχος πολιτισμός, αυτός που παράγεται από το συγκεκριμένο πολιτικοκοινωνικό σύστημα, δεν μπορεί να τις καλύψει, δεν μπορεί να απαντήσει.
Φαίνεται ότι οι άνθρωποι στη Δύση πάσχουμε. Παρά την υλική μας ευημερία. Και σ’ αυτό βέβαια, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να δώσει καμία ουσιαστική απάντηση, γιατί αν δώσει μια πραγματική απάντηση, θα αυτοανατραπεί. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι να δίνει διαχειριστικές απαντήσεις. Να στήνει δηλαδή διάφορα θεραπευτικά προγράμματα, πολιτικά προγράμματα, διάφορα οικολογικά προγράμματα στα προβλήματα της οικολογίας, για να απαντήσει δήθεν, για να διαχειριστεί δήθεν τα προβλήματα. Δεν πρόκειται όμως να τα λύσει. Ξέρει πού είναι οι αιτίες, αλλά δεν μπορεί να τις αγγίξει.

Σε σχέση με πριν από είκοσι χρόνια, που πάλι το ίδιο κοινωνικοοικονομικό σύστημα είχαμε, τι έχει αλλάξει;

Κατ’ αρχήν πιστεύω ότι εδώ στην Ελλάδα, ο καπιταλισμός δεν ήταν τόσο άγριος, πριν από είκοσι χρόνια. Όσο πάει, γίνεται πιο άγριος. Και μαζί με όλες αυτές τις αλλαγές που γίνονται στο πολιτικοκοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, αλλάζει και ο πολιτισμός μας, αλλάζουν και οι αξίες μας κλπ. Θεωρώ ότι ακόμα και τη δεκαετία του ’60, η ελληνική κοινωνία διέθετε πολλά υποστηρικτικά συστήματα. Στο επίπεδο της γειτονιάς, στο επίπεδο της ευρύτερης οικογένειας, η οποία είχε συνοχή και ουσιαστικούς δεσμούς -με πολλά αρνητικά βέβαια, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία- αλλά λειτουργούσαν αξίες αλληλεγγύης, φιλίας, φροντίδας του ενός προς τον άλλον. Στη γειτονιά φρόντιζαν τους πιο πάσχοντες, από τα παιδιά.

Όλα αυτά ήταν υποστηρικτικά συστήματα ενσωματωμένα μέσα στην κοινωνία, λειτουργούσαν αποτελεσματικότατα, τα οποία πλέον δεν υπάρχουν. Έχουν διαλυθεί τα πάντα. Μέσα σε είκοσι, τριάντα χρόνια, η γειτονιά διαλύθηκε, οι κοινωνικοί δεσμοί χαλαρώνουν συνέχεια, η κοινωνία διαλύεται, ο καθένας είναι για τον εαυτό του. Αυτό που επικρατεί πλέον είναι ένας ατομοκεντρισμός, ένας ανταγωνισμός και μία σταθερά υπάρχουσα ψυχοπιεστική συνθήκη για όλους τους νέους ανθρώπους. Οι οποίοι καλούνται μέσα σ’ αυτό το δύσκολο περιβάλλον να επιβιώσουν, να αποδείξουν ότι κάτι είναι, να κάνουν καριέρα κλπ.

Αυτό θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι έχει κόστος. Έχει το τίμημά του. Αφού λοιπόν θέλουμε μια τέτοια συνεχή και αέναη οικονομική ανάπτυξη, ας αποφασίσουμε να πληρώσουμε και το κόστος αυτών των επιλογών. Που είναι συνεχώς περισσότεροι χρήστες ναρκωτικών, συνεχώς περισσότεροι έφηβοι που αυτοκτονούν. Ας μην υποκρινόμαστε. Ναι, το ένα φέρνει το άλλο. Αν θέλουμε να συνεχίσουμε έτσι, θα πληρώνουμε και το κόστος. Περισσότερη κατάθλιψη, περισσότερο αλκοολισμό, περισσότερη κατάχρηση οποιασδήποτε βλαπτικής ουσίας.

Σε σχέση, ας πούμε, ειδικότερα για τη συμπτωματική αντιμετώπιση των ναρκωτικών, υπάρχουν κατά κάποιο τρόπο δύο σχολές θα έλεγε κανείς. Ιδίως τα τελευταία χρόνια, με την Αμερική να επιλέγει περισσότερο το κατασταλτικό μοντέλο. Ότι ο χρήστης είναι ένοχος και πρέπει να φυλακιστεί κατά κάποιο τρόπο και με την Ευρώπη, με διάφορες παραλλαγές, να προσπαθεί να το προσεγγίσει λίγο διαφορετικά. Η Ελλάδα πού κινείται;

Νομίζω ότι η Ελλάδα είναι κάπου στη μέση. Δεν είναι τόσο πολύ φιλελεύθερη η πολιτική της. Βασικά είναι απαγορευτική και κατασταλτική πολιτική. Και βέβαια νομίζω, ότι κάποια στιγμή πρέπει να δούμε το νομικό θέμα, πρέπει να αλλάξει το νομικό πλαίσιο, το οποίο για παράδειγμα εξισώνει το χασίς με την ηρωίνη. Θα μπορούσε το πρώτο βήμα να είναι αποποινικοποίηση των λεγομένων μαλακών ναρκωτικών, δηλαδή του χασίς. Θα μπορούσε κανείς βέβαια να συζητήσει και μια αντιαπαγορευτική πολιτική, με σοβαρότητα βέβαια, χωρίς ακρότητες. Για το πώς δηλαδή θα μπορούσε κανένας να μην έχει αυτό το κατασταλτικό νομοθετικό πλαίσιο.

Παρ’ όλα αυτά όμως, το πρόβλημα δεν πρόκειται να απαντηθεί από μια πιο φιλελεύθερη πολιτική. Το λέω ήδη από το 1990 αυτό. Γιατί τα κοινωνικά προβλήματα, όπως είναι το πρόβλημα των ναρκωτικών, δεν απαντιούνται σε νομοθετικό πλαίσιο. Όπως δεν μπορούν να απαντηθούν σε αστυνομικό πλαίσιο, με μια καλά οργανωμένη αστυνομία, ούτε μπορούν να απαντηθούν σε θεραπευτικό πλαίσιο, όπως πιστεύουν κάποιοι άλλοι, οργανώνοντας δεκάδες ή εκατοντάδες θεραπευτικά προγράμματα. Τα κοινωνικά προβλήματα λύνονται, όταν η κοινωνία πάρει τις ευθύνες της και αρχίζει να ενεργοποιείται η ίδια προκειμένου να τα αντιμετωπίσει. Πράγμα που βέβαια δεν συμβαίνει. Γιατί ζούμε μέσα σε μια παθητική κοινωνία, η οποία δεν θέλει να ασχοληθεί με τίποτα από όλα αυτά. Ακόμα κι αν βλέπει ποιο είναι το κόστος απ’αυτά τα προβλήματα, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή.

Τον καιρό που ήσασταν διευθυντής του ΚΕΘΕΑ, υπήρχαν εξωτερικές πιέσεις, εννοώ αμερικανικές και άλλες, για υιοθέτηση κάποιου μοντέλου άλφα ή βήτα, στον τρόπο αντιμετώπισης;

Πιέσεις με την έννοια οργανωμένων πιέσεων δεν υπήρχαν, αλλά δεν ήταν τυχαίο ότι όλοι οι αμερικανοί σύμβουλοι και εκπαιδευτές που φέρναμε εδώ πέρα, ήταν ενταγμένοι στην κυρίαρχη διαχειριστική λογική, στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Αν τώρα αυτό μπορεί κανένας να το θεωρεί πίεση, δεν είναι πίεση, αλλά εκ των πραγμάτων, όλοι αυτοί, κουβαλούσαν μια συγκεκριμένη κουλτούρα.

Εγώ δεν έτυχε να γνωρίσω κανέναν Αμερικανό από αυτούς που ασχολούνταν με τα προβλήματα των ναρκωτικών, που να έχει μια κριτική προσέγγιση στο πρόβλημα των ναρκωτικών και στην αντιμετώπισή του. Ήταν πάρα πολύ καλοί τεχνοκράτες, οι οποίοι πίστευαν ότι με καλά οργανωμένα προγράμματα πρόληψης και θεραπείας, θα μπορέσουμε να λύσουμε το πρόβλημα. Δεν έβλεπαν ούτε τον κοινωνικό, ούτε τον πολιτικό χαρακτήρα του προβλήματος.

Και αυτή η τελευταία προσπάθεια τώρα, που κάνετε εδώ, σ’αυτό το Κέντρο, ποια είναι η φιλοσοφία της; Πού στηρίζεται;

Εδώ ακριβώς προσπαθούμε να κάνουμε ένα πρόγραμμα το οποίο να ενεργοποιεί τους πολίτες. Επειδή πιστεύουμε ότι αυτή είναι η συνολική απάντηση στο πρόβλημα, μια ενεργός κοινωνία μπορεί να το αντιμετωπίσει, βοηθάμε τις προσπάθειες των ομάδων αυτοβοήθειας που υπάρχουν στην περιοχή εδώ της Θεσσαλονίκης, Ανωνύμων Αλκοολικών και Ανωνύμων Ναρκομανών και ταυτόχρονα βοηθάμε στην ανάπτυξη νέων ομάδων αυτοβοήθειας. Ομάδες δηλαδή για φορείς έιτζ, για άλλα προβλήματα ψυχοκοινωνικά, πιστεύοντας ότι μ’ αυτό τον τρόπο, η κοινωνία αρχίζει και ενεργοποιείται, αφού οι ίδιοι οι άνθρωποι που έχουν ένα πρόβλημα, αναλαμβάνουν την αντιμετώπισή του.

Ταυτόχρονα εκπαιδεύουμε μεταπτυχιακούς φοιτητές, από την ψυχολογία, την ιατρική και από άλλες σχολές, σε ένα καινούργιο ρόλο, που είναι πρωτόγνωρος για την ελληνική πραγματικότητα. Όχι στον παραδοσιακό ρόλο της ανάληψης της ευθύνης της επίλυσης του προβλήματος, αλλά στο ρόλο του ειδικού ο οποίος πλαισιώνει πρωτοβουλίες πολιτών που αγωνίζονται για την αντιμετώπιση των διαφόρων κοινωνικών προβλημάτων. Παρέχει δηλαδή την τεχνογνωσία του, την εμπειρία του κλπ., προκειμένου όμως οι πολίτες να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.

Υπάρχει προσέλευση;

Υπάρχει σταθερή προσέλευση, υπάρχει αρκετός κόσμος που έρχεται. Νομίζω ότι έχει γίνει δεκτή στη συνείδηση των ανθρώπων η πρόταση αυτή, εδώ τουλάχιστον, στο τοπικό επίπεδο.

Και οι ανώνυμοι είναι άτομα τα οποία έχουν φτιάξει μια οργάνωση;

Είναι ομάδες αυτοβοήθειας. Δηλαδή δεν έχουμε επαγγελματίες μέσα. Αυτοί μαζεύονται κάθε βράδυ και βοηθάει ο ένας τον άλλον. Μέσω των 12 βημάτων, προσπαθούν να απεξαρτηθούν. Δεν έχουν επαγγελματίες καθόλου. Και είναι μία πρόταση, η οποία αυτή τη στιγμή, σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η μεγαλύτερη δύναμη στη θεραπεία. Έχουν πάνω από 4 εκατομμύρια Ανώνυμους Αλκοολικούς. Δηλαδή ξέρετε τι σημαίνει αυτό. Τέσσερα εκατομμύρια θέσεις θεραπείας. Κανένα κράτος και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να αναπτύξει τέτοια προγράμματα. Φαντασθείτε μόνο απλά το κόστος που έχουν.

Είναι λοιπόν, γύρω στα 4 εκατομμύρια ανώνυμοι αλκοολικοί και πάνω από 2 εκατομμύρια ανώνυμοι ναρκομανείς. Είναι η μεγαλύτερη θεραπευτική δύναμη. Δυστυχώς δεν μιλάει κανένας γι’αυτούς. Ακόμα και οι επίσημοι Οδηγοί που βγαίνουν από διάφορα υπουργεία κλπ., στην Ελλάδα, δεν τους αναφέρουν μέσα. Δεν είναι περίεργο; Και μάλιστα ανέξοδα εντελώς για τον Έλληνα φορολογούμενο. Αυτή τη στιγμή έχουν σε όλη την Ελλάδα γύρω στα 700 μέλη. Δηλαδή, είναι ο μεγαλύτερος σε εισαγωγικά Οργανισμός θεραπείας εξαρτημένων ατόμων. Εν τούτοις, η διεύθυνσή τους δεν υπάρχει μέσα σε επίσημα φυλλάδια, που ακόμα και πρόσφατα εξέδωσε ο ΟΚΑΝΑ. Ενημερωτικά φυλλάδια που έχουν την διεύθυνση όλων των παρεχόμενων υπηρεσιών στην Ελλάδα.

Γιατί ξεφεύγει απ’ το κράτος αυτό.

Ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Όχι μόνο του κράτους. Και της κάστας των ειδικών, και της ευρύτερης επιστημονικής κοινότητας και έξω απ’ τα πολιτικά παιχνίδια. Οπότε δεν ενδιαφέρει φαίνεται κανέναν. Όταν δεν παίζει μέσα στο γήπεδό τους, δεν τους ενδιαφέρει.

Και υπάρχουν δώδεκα βήματα απεμπλοκής;

Ναι. Η οργάνωση των Ανωνύμων Αλκοολικών και Ανωνύμων Ναρκομανών, κατά τη γνώμη μου, είναι μία καθαρά αναρχοαυτόνομη οργάνωση. Δηλαδή δεν έχει καμία ηγεσία, δεν έχει καμία κεντρική διοίκηση και οργάνωση. Ο καθένας μπορεί να πάρει τα βιβλία και τις παραδόσεις και με βάση αυτά να στήσει μια ομάδα. Ο καθένας, εφόσον έχει πρόβλημα εννοούμε. Δεν μπορώ να το κάνω εγώ κι εσείς. Αυτό θα το κάνει κάποιος απ’ αυτούς που έχουν πρόβλημα. Μπορεί να πάρει λοιπόν την πρωτοβουλία και σ’ οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας, να στήσει μια τέτοια ομάδα. Και να προχωράει στην απεξάρτηση. Δεν κοστίζει τίποτα. Μόνο χρειάζεται πολίτες ενεργοποιημένους, οι οποίοι θα κάνουν ανάληψη ευθύνης και θα αποφασίσουν να λύσουν μόνοι τους το πρόβλημα.

Και είναι αποτελεσματική η μέθοδος αυτή;

Νομίζω ότι στην πραγματικότητα είναι η πλέον αποτελεσματική. Γιατί εκεί, δεν υπάρχει κανένα θέμα πότε τέλειωσες το πρόγραμμα και πότε δεν το τέλειωσες. Δεν υπάρχει κανένα πρόγραμμα που τελειώνεις. Όσο χρειάζεσαι κι αν θες και σε όλη τη ζωή σου να παίρνεις μία στήριξη, την παίρνεις.

Από τους άλλους.

Από τους άλλους. Τους άλλους που είναι μέσα στην ομάδα. Πηγαίνεις δηλαδή όσο θέλεις. Οι ομάδες αυτές συνήθως συναντιούνται κάθε βράδυ, μπορείς να πηγαίνεις κάθε βράδυ εκεί να συναντιέσαι. Και να ανταλλάσσεις με τους άλλους τα προβλήματά σου, να τα συζητάς κλπ. Έχουμε και εδώ πέρα ανθρώπους, από το Δωμάτιο δηλαδή, απ’τα 12 βήματα, τους οποίους μπορείς να τους συναντήσεις και να μιλήσετε.

Όταν λέτε Δωμάτιο, τι εννοείτε;

Δωμάτιο, είναι ο τόπος συνάντησης. Το λένε «δωμάτιο». Το δωμάτιο είναι ο τόπος που συναντιούνται. Αυτοί δεν χρειάζονται τίποτα άλλο. Ένα δωμάτιο χρειάζονται. Ούτε διοίκηση κλπ.

Πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας

Το Πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας βασίζει τον τρόπο λειτουργίας του στις σύγχρονες κριτικές προσεγγίσεις της επιστήμης της Ψυχολογίας και άλλων κοινωνικών επιστημών, καθώς και του πεδίου των εξαρτήσεων. Βάσει αυτών των προσεγγίσεων, στο πρόγραμμα δίνεται έμφαση στις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές διαστάσεις των αιτιών του προβλήματος της εξάρτησης και άλλων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων. Ταυτόχρονα, τίθενται στο επίκεντρο των υλοποιούμενων παρεμβάσεων οι άνθρωποι και οι ανάγκες τους, με κύρια προτάγματα τη χειραφέτησή τους και την ανάκτηση της αξιοπρέπειάς τους. Κεντρικοί άξονες των παρεμβάσεων που πραγματοποιούνται από το πρόγραμμα είναι η έννοια της αυτοβοήθειας / αλληλοβοήθειας και ο πρωταγωνιστικός ρόλος των άμεσα ενδιαφερόμενων.